τσάρκα - çark
Η λέξη τσάρκα στα ελληνικά σημαίνει περίπατος, το μπες-βγες (εξ ου και διάφορες αργκοτικές λέξεις με δεύτερο συνθετικό τη λέξη).
Η τσάρκα προέρχεται από τη τουρκική λέξη çark, που σημαίνει τροχός, ρόδα.
Η τουρκική λέξη με τη σειρά της προέρχεται από την παλαιά περσική λέξη چرخ (çarx) που έχει την ίδια έννοια με τα τουρκικά. Η λέξη στη γλώσσα αβέστα (αρχαία περσικά) ήταν çaxra, ενώ στα σανσκριτικά ήταν çakra.
Όσες/οι ασχολούνται με τη γιόγκα, σίγουρα έχουν ακούσει τη λέξη τσάκρα που κυριολεκτικά σημαίνει τροχός.
Όλες αυτές οι λέξεις προέρχονται από την ινδοευρωπαϊκή λέξη kʷekʷlo-s (κύκλος), που προέρχεται από το ινδοευρωπαϊκό ρήμα kʷel- (περιστρέφω, κυλώ).