Το επίθημα –dir έχει πολλές χρήσεις στα τούρκικα. Το –d– μετατρέπεται σε –t– όταν η λέξη τελειώνει σε ένα από τα άφωνα σύμφωνα.
- Με ουσιαστικά ή επίθετα (με ή χωρίς πτώσεις) έχει την έννοια του «πρέπει να/νομίζω ότι είναι», δηλώνει δηλαδή μια πιθανότητα. Μπορεί να πάρει και κατάληξη πληθυντικού:
çocuk evdedir – το παιδί πρέπει να είναι/νομίζω ότι είναι στο σπίτι
zordur – νομίζω ότι είναι δύσκολο
okuldadırlar – (αυτοί) πρέπει να είναι στο σχολείο…- Δεν έχει την έννοια του «είναι» σε ενεστώτα χρόνο, αλλά την έχει στον geniş zaman:
çocuk evdedir – το παιδί πρέπει να είναι/νομίζω ότι είναι στο σπίτι
Ayşe akıllıdır – η Αϊσέ είναι έξυπνη
çelik serttir – το ατσάλι είναι σκληρό… - Μπορεί να ακολουθήσει και το “είμαι”, όταν αυτό είναι σε 1ο πρόσωπο, με την έννοια του «γενικά, συνήθως»: dikkatliyimdir – συνήθως είμαι προσεκτικός…
- Δεν έχει την έννοια του «είναι» σε ενεστώτα χρόνο, αλλά την έχει στον geniş zaman:
- Με ρήματα, σε όλους τους χρόνους, εκτός από τον geniş zaman και τον αόριστο, έχει την έννοια του «νομίζω ότι/πρέπει να» (πιθανότητα) ή της επιτακτικότατης:
geliyordur – νομίζω ότι έρχεται
mutlaka konuşacaktır – θα μιλήσει υποχρεωτικά
gitmiştir – πρέπει να έχει φύγει
biliyorsunuzdur – πρέπει να το ξέρετε…
- Με ρήματα στο απαρέμφατο και σε συνδυασμό με την τοπική πτώση, έχει την έννοια του «γίνεται τώρα». Η χρήση αυτή είναι πολύ επίσημη: yol inşaatı yapılmaktadır (=yapılıyor) – γίνεται κατασκευή του δρόμου, bu bize zarar vermektedir (=veriyor) – αυτό μας προκαλεί ζημιά…
Όταν ρωτάνε κάποιον τι κανεις και απαντάει iyidir, τι σημαίνει σε αυτήν την περίπτωση? Ευχαριστώ πολύ
Είναι απλά μια παγιωμένη χρήση εδώ.
– Πώς πάει; Nasıl gidiyor?
– Καλά. İyidir.