Υπάρχει μια λέξη που όλοι συμφωνούν ότι προέρχεται από τα τούρκικα, αλλά και πάλι έχει προβληματική ετυμολογία. Σύμφωνα με τα πιο έγκυρα λεξικά (βλ. Μπαμπινιώτης, Τριανταφυλλίδης) η λέξη τσουτσέκι προέρχεται από την τουρκική çiçek (λουλούδι). Δείτε και εδώ για διαφορετικές ετυμολογίες που προτείνονται.
Η λέξη στα ελληνικά σημαίνει άνθρωπο μικρό, μικροκαμωμένο, αναιδή, ασήμαντο, ρουφιάνο. Ενδιαφέρον θα είχε να γνωρίζαμε πού ακριβώς στηρίζουν τα λεξικά αυτά την ετυμολογία από το çiçek. Το λεξικό της τουρκικής αργκό Türkçenin büyük argo sözlüğü (Hulki Aktunç) αναφέρει πως η λέξη çiçek σημαίνει κάποιον ή κάτι όμορφο, ευχάριστο, καλό, κάποιον/α που ξυπνά πάθη ή κάποιον/α με ελαφρά ήθη, καθώς και ηρωίνη. Η λέξη çiçekçi σημαίνει νταβατζής, ειδικά νεαρών κοριτσιών.
Το καθωσπρέπει λεξικό του Türk Dil Kurumu αναφέρει τη μεταφορική έννοια του çiçek ως κάποιου με «αντικοινωνική» συμπεριφορά. Οι έννοιες που έχει η λέξη στα ελληνικά δεν έχουν τις ρίζες στους στο çiçek, ή τουλάχιστον δεν είναι τόσο προφανείς ώστε να δεχτούμε αβίαστα την ετυμολογία των «μεγάλων» λεξικών.
Άλλες προτεινόμενες λέξεις είναι οι çocuk (παιδί) και cüce (νάνος). Από τη δεύτερη υπάρχει ήδη η λέξη τζουτζές (γελωτοποιός) στα ελληνικά, ενώ από την πρώτη έχουμε τον τζουτζούκο. Εφόσον αυτές οι λέξεις έχουν ήδη δώσει άλλα δάνεια στα ελληνικά είναι σχεδόν αδύνατον να μας έχουν δώσει και το τσουτσέκι.
Μια διαφορετική ετυμολογία θα μπορούσαν να είναι οι λέξεις küçük (μικρός) ή köçek (νεαρός θηλυπρεπής χορευτής) που και οι δύο έχουν κοινή περσική ρίζα (kuçak) που σημαίνει μικρός. Εννοιολογικά είμαστε κοντά, αλλά δεν έχουμε άλλα παραδείγματα λέξεων που το τουρκικό k- να μετατρέπεται σε τσ-. Στην πραγματικότητα όλες οι ελληνικές λέξεις τουρκικής προέλευσης που ξεκινούν με τσ- προέρχονται από τουρκικές λέξεις που ξεκινούν με ç- ή c-. Μοναδική εξαίρεση είναι η λέξη τσουλούφι που προέρχεται από το zülüf.
Δεν πρέπει να μας διαφεύγει ότι η κύρια έννοια της λέξης στα ελληνικά είναι μικρός (περιπαιχτικά). Μια προτεινόμενη ετυμολογία είναι η λέξη küçücük (μικρούλης). Ενώ είναι εύκολο να καταλάβουμε πώς το çücük μετατράπηκε σε τσουτσέκι, απομένει να ερμηνεύσουμε το πώς χάθηκε η πρώτη συλλαβή (kü-). Ίσως βοηθήσει το γεγονός ότι στον προφορικό λόγο η πρώτη συλλαβή προφέρεται ως ξεχωριστή λέξη: kü΄çücük. Ακουστικά λοιπόν είναι σαν να πρόκειται για δύο ξεχωριστές λέξεις. Άρα λοιπόν δεν είναι εντελώς απίθανο η δεύτερη λέξη να μετατράπηκε σε τσουτσέκι…
Tchotchke “an inexpensive souvenir, trinket, or ornament” is a borrowing of Yiddish tshatshke, from obsolete Polish czaczko “toy, trinket” (modern Polish cacko), which is cognate with Czech čačka and Russian cacka, of the same general meaning.
Εξαιρετικό
Το köçek έχει προσαρμοστεί στα ελληνικά ως κιοτσέκι = “παις χορευτής (συνήθως με κακήν έννοιαν)” (βλ. Κων. Κουκκίδης, Λεξιλόγιον ελληνικών λέξεων παραγομένων εκ της τουρκικής, ανάτυπο από τους τόμους 24 και 25 του Αρχείου του Θρακικού Λαογραφικού και Γλωσσικού Θησαυρού, Αθήνα 1960, σ. 44).
Η πρώτη συλλαβή στο küçücük θα μπορούσε να φύγει, όπως έφυγε το ko- στο kokar ağaç και μας έδωσε το κρητικό καραγάτσι (Ailanthus altissima, κοινώς βρωμοκαρυδιά, αυτά τα δέντρα που είναι πλήθος γύρω από την Κνωσό). Αλλά νομίζω ότι για το τσιτσέκι/τσουτσέκι θα πρέπει να μείνουμε στο çiçek: Στα διαλεκτικά λεξικά της ελληνικής (π.χ. Κρήτη, Θράκη, Πόντος, Μ. Ασία, Κύπρος) η κύρια σημασία της λ. τσιτσέκι είναι λουλούδι. Η σημασία “λέρα” είναι μεταφορική και υπάρχει ήδη στα τουρκικά, πβ. τουρκ. “ama ne çiçek!” = “αλλά τι λουλούδι, τι πανούργος!”, βλ. Ι. Χλωρός, Τουρκοελληνικόν Λεξικόν, Κων/πολη 1899, Α’ τόμος, σ. 671 (π.β και το κρητ. “Ε και δε σού ‘ναι ένα λουλούδι!”. Αλλά βέβαια στο τσουτσέκι παραμένει το πρόβλημα της τροπής [i, e] > [u, e], που δε δικαιολογείται παρά μόνο αν έγινε κατ’ αναλογίαν προς άλλη λέξη (=;). Εκτός κι αν προέρχεται από κάποιο διαλεκτικό τύπο *çüçek, Απ’ ό,τι βλέπω στο google books υπάρχει τέτοιος τύπος, αλλά το Büyük Türkçe Sözlük δεν τον έχει. Αλλά τα τούρκικά μου δεν επαρκούν για να το ψάξω περισσότερο.