Το επίθημα -dâr (دار) προέρχεται από τα περσικά και έχει την έννοια της κατοχής. Στα τουρκικά τη συναντούμε συχνά ως κατάληξη σε ουσιαστικά με αραβική προέλευση. Στην τρέχουσα τουρκική γλώσσα η χρήση της είναι περιορισμένη και δεν υπακούει σε κάποιον κανόνα αρμονίας φωνηέντων.Υπακούει όμως στον κανόνα των άφωνων συμφώνων. Επιπλέον, μετά από την απλοποίηση της γραφής, γράφεται ως -dar.
Μερικά παραδείγματα:
alaka – σχέση, alakadar – σχετικός
din – θρησκεία, dindar – πιστός
haber – είδηση, haberdar – ενήμερος
hava – αέρας, havadar – ευάερας
hisse – μετοχή, hissedar – μέτοχος
hüküm – απόφαση, hükümdar – ηγεμόνας
kafa – κεφάλι, kafadar – παλιόφιλος
kin – μίσος, kindar – μοχθηρός
vezne – ταμείο, veznedar – ταμίας
bayrak – σημαία, bayraktar – σημαιοφόρος
aleyh – εναντίον, aleyhtar – ενάντιος
makas – ψαλίδι, makastar – κόπτης